- ἐνδιαλαμβάνω
- ἐνδια-λαμβάνω, in [tense] pf. part. [voice] Pass. ἐνδιειλημμένοςA divided at intervals,
γόνασιν Dsc.2.94
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γόνασιν Dsc.2.94
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek